- ἑτοίμασε
- ἑτοιμάζωget readyaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
ασυνόδευτος — η, ο (Μ ἀσυνόδευτος, ον) αυτός που δεν συνοδεύεται από κάποιον άλλο νεοελλ. 1. (για τους νεκρούς) αυτός που ενταφιάζεται χωρίς τη συνοδεία συγγενών και φίλων 2. φρ. «δέμα ασυνόδευτο» αυτό που αποστέλλεται με επιβατηγό μέσο χωρίς να το συνοδεύει… … Dictionary of Greek
όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
Αβιγαία ή Αβιγαΐλ — Βιβλικό πρόσωπο. Μία από τις γυναίκες του προφητάνακτα Δαβίδ. Ήταν πρώτα σύζυγος του πλούσιου κτηνοτρόφου Νάβαλ, o οποίος αρνήθηκε να δώσει τρόφιμα στον καταδιωκόμενο από τον Σαούλ Δαβίδ και στους συντρόφους του. Για νααποτρέψει εκδίκηση του… … Dictionary of Greek
Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Δαμάτ — (αρχές 18ου αι.). Τούρκος μεγάλος βεζίρης, την εποχή του σουλτάνου Αχμέτ Γ’. Ανέλαβε το αξίωμά του το 1713 και, αφού οργάνωσε στρατιά από 120.000 άντρες, κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Βενετίας, η οποία είχε επωφεληθεί από την ήττα των Τούρκων… … Dictionary of Greek
Αλή Φαρμάκης — (1770 – 1812).Αλβανός από τον Λάλα της Ηλείας, φίλος των Κολοκοτρωναίων. Αρχηγός της ισχυρής οικογένειας των Ισμαηλαίων και μεγάλος γαιοκτήμονας, ο Α.Φ. είχε δεσμούς με Έλληνες οπλαρχηγούς και πρόκριτους της Γορτυνίας και της Ολυμπίας. Θέλοντας… … Dictionary of Greek
Βασιλείου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Χασιά της Αττικής. Πολέμησε μαζί με τον αδελφό του Μελέτη από το 1821 έως το 1826. Όταν δολοφονήθηκε ο αδελφός του, ο Β. ανέλαβε την αρχηγία του σώματος με τον βαθμό του υπολοχαγού. 2.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηριγόνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ικάρου ή Ικαρίου, επωνύμου του αττικού δήμου Ικαρίας, κοντά στην Πεντέλη. Ο Ίκαρος είχε φιλοξενήσει τον Διόνυσο και εκείνος του χάρισε τον βότρυ και το κλήμα. Ο Ίκαρος καλλιέργησε το αμπέλι και αφού ετοίμασε… … Dictionary of Greek